Αστική Ιατρική Ευθύνη

iatriko-dikaio

Αστική Ιατρική Ευθύνη

Η αστική ευθύνη του ιατρού είναι ουσιαστικά η υποχρέωσή του προς αποζημίωση του ασθενούς. Συντρέχουν οι προϋποθέσεις της όταν ο ιατρός με πράξεις ή παραλείψεις του παραβιάζει διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Η υποχρέωση προς αποζημίωση πηγάζει από τρεις (νομικές) αιτίες :

  1. Από τη σύμβαση μεταξύ ιατρού – ασθενούς και την παραβίαση των όρων των συμβατικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν (συμβατική ευθύνη).
  2. Από την αδικοπραξία. Αδικοπραξία είναι ο νομικός όρος που περιγράφει το αδίκημα, ή με άλλα λόγια την παράνομη και υπαίτια πράξη (ή παράλειψη), η οποία προξενεί ζημία σε άλλο πρόσωπο (αδικοπρακτική ευθύνη).
  3. Από το Νόμο περί προστασίας των καταναλωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου, ο παρέχων ανεξάρτητες υπηρεσίες ευθύνεται σε αποζημίωση για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή.

ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Η φύση της συμβάσεως που συνάπτεται μεταξύ ιατρού και ασθενούς, ο νομικός δηλαδή χαρακτηρισμός της δικαιοπρακτικής σχέσης που συνδέει τον επαγγελματία-ιατρό με τον πελάτη-ασθενή του, παραμένει αμφιλεγόμενη στην ελληνική νομική επιστήμη. Ο Αστικός Κώδικας δεν περιέχει ειδική μορφή συμβάσεως για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, για το λόγο αυτό αποτελεί ζήτημα ερμηνείας η φύση της συμβάσεως ιατρικής αγωγής.

Σε κάθε, πάντως, περίπτωση πρόκειται είτε για σύμβαση έργου, είτε για σύμβαση εργασίας. Γίνεται, εντούτοις, δεκτό από τους υποστηρικτές και των δύο απόψεων ότι ο ιατρός δεν αναλαμβάνει την υποχρέωση ιάσεως, δεν υπόσχεται δηλαδή το θετικό αποτέλεσμα των ενεργειών του, καθώς αυτό είναι αδύνατο λόγω του πεπερασμένου της ανθρώπινης φύσης και του απρόβλεπτου στοιχείου του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτό που ο ιατρός ως συμβαλλόμενος υπόσχεται, είναι η παροχή άρτιων ιατρικών υπηρεσιών σύμφωνα με τα στάνταρ και τα δεδομένα που θέτουν η ιατρική επιστήμη και τεχνολογία γενικά, αλλά και ο συγκεκριμένος ιατρός ειδικότερα, ανάλογα με την ειδικότητα, την εμπειρία του και τα διαθέσιμα σε αυτόν μέσα.

Εξαίρεση στον ανωτέρω κανόνα δύνανται να αποτελέσουν συγκεκριμένες ιατρικές πράξεις, οι οποίες είτε λόγω της έλλειψης θεραπευτικού χαρακτήρα είτε λόγω του χαρακτηρισμού τους ως ιατρικές πράξεις τεχνικής φύσεως που στερούνται επιπλοκών, πρέπει (σύμφωνα με την κρατούσα άποψη και σύμφωνα με το πρότυπο του γερμανικού δικαίου) να συνοδεύονται από υπόσχεση επελεύσεως συγκεκριμένου αποτελέσματος. Τέτοιου είδους ιατρικές πράξεις είναι, μεταξύ άλλων, οι κοσμητικές επεμβάσεις, η στείρωση, η εγχείρηση κηρσοκήλης, η εκούσια διακοπή της εγκυμοσύνης, η κατασκευή και τοποθέτηση τεχνητής οδοντοστοιχίας. Όπως γίνεται αντιληπτό, σε όλες τις περιπτώσεις αυτές ο ιατρός εγγυάται την επιτυχία της επέμβασης ή θεραπείας, και μόνο αν υπάρχει ρητή και σαφής διαβεβαίωσή του για το αποτέλεσμα, θεμελιώνεται ευθύνη από τη μη επέλευσή του.

Χαρακτηριστική, επί του θέματος αυτού, είναι η διατύπωση της σχετικής διάκρισης στη γαλλική νομική επιστήμη, η οποία χαρακτηρίζει την ιατρική υποχρέωση ως υποχρέωση μέσων (obligation des moyens) και όχι ως υποχρέωση αποτελέσματος (obligation de resultat).

Επομένως, ο ιατρός δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος, για την όποια ζημία υπέστη ο ασθενής, παρά μόνο αν η ζημία αυτή μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του ιατρού, δηλαδή σε αμέλειά του. Βασική διαφορά μεταξύ της συμβατικής και της αδικοπρακτικής ευθύνης είναι ο βαθμός αμέλειας που απαιτείται σε κάθε μία από τις δύο περιπτώσεις. Στην αδικοπρακτική ευθύνη ο απαιτούμενος βαθμός αμέλειας είναι μικρότερος: Αρκεί ελαφρά αμέλεια, ενώ στην περίπτωση της ευθύνης από σύμβαση απαιτείται δόλος ή βαριά αμέλεια.

Δεύτερη κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο βάσεων της αστικής ευθύνης του ιατρού είναι το εύρος της οφειλομένης αποζημίωσης. Στην περίπτωση της αδικοπρακτικής ευθύνης η αποζημίωση περιλαμβάνει το πλέον νευραλγικό κονδύλιο, της ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης. Ψυχική οδύνη οφείλεται στους συγγενείς και τους οικείους του θύματος, σε περίπτωση θανάτου του ασθενούς, ενώ ηθική βλάβη οφείλεται στον ίδιο τον ασθενή, σε περίπτωση βλάβης της υγείας του. Η ηθική βλάβη αποτελεί την αποζημίωση για τη ζημία που δεν είναι αποτιμητέα σε χρήμα. Η αποζημίωση για τη μη περιουσιακή ζημία καλείται να αποκαταστήσει την ψυχική ταλαιπωρία, τον πόνο και την στεναχώρια, που υφίσταται ο ασθενής.

Μία τρίτη, τέλος, διαφορά, έγκειται στο βάρος αποδείξεως. Επί αδικοπρακτικής ευθύνης ο ασθενής καλείται να αποδείξει το πταίσμα του ιατρού, το οποίο στα πλαίσια της συμβατικής (δικαιοπρακτικής ευθύνης) τεκμαίρεται

ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

Η δεύτερη κατά σειρά ανωτέρω αναφερθείσα διαφορά αποτελεί το βασικό λόγο, για τον οποίο (όχι μόνο οι ασθενείς αλλά γενικά) οι παθόντες στα πλαίσια συμβατικού δεσμού επιλέγουν να εγείρουν αγωγές που στηρίζονται στην ευθύνη λόγω αδικοπραξίας. Το γεγονός δηλαδή ότι η συμβατική ευθύνη, ως νομική βάση της αγωγής, δεν δίνει το δικαίωμα στον παθόντα να αναζητήσει την μη περιουσιακή του ζημία, οδηγεί τον ενάγοντα-ασθενή στην επιλογή να εγείρει αγωγή με βάση την αδικοπραξία, παρόλο ότι το βάρος αποδείξεως που τον βαρύνει, στην περίπτωση αυτή, είναι μεγαλύτερο. Κατά συνέπεια η αδικοπρακτική ευθύνη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή ιατρικής αστικής ευθύνης και τη συχνότερη, αν όχι αποκλειστική, νομική βάση όλων των αγωγών αποζημιώσεως.

Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ιατρού απαιτούνται, σωρευτικώς, οι ακόλουθες προϋποθέσεις :

Παράνομη συμπεριφορά
Υπαίτια συμπεριφορά
Ζημία και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς και ζημίας.

Παράνομη συμπεριφορά

Το κεντρικό νομοθέτημα που θεσπίζει την πλημμελή ή μη lege artis διεξαχθείσα ιατρική συμπεριφορά είναι ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν.3418/2005), ενώ σε ισχύ παραμένει και ο Κώδικας Ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος (Α.Ν.1565/1939).

Πέραν των νομοθετικών αυτών κειμένων υπάρχουν και περισσότερο εξειδικευμένοι νόμοι, που περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με συγκεκριμένες ιατρικές υποχρεώσεις. Σε κάθε πάντως περίπτωση διερεύνησης ιατρικής ευθύνης, θεμελιώδες και αποφασιστικό μέγεθος αποτελούν τα στάνταρ της ιατρικής επιστήμης και τέχνης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι πάντα: Θα προέβαινε στις ίδιες ενέργειες ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας; Απηχεί τα δεδομένα και κεκτημένα της ιατρικής επιστήμης η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ασθενούς από τον συγκεκριμένο ιατρό;

Υπαίτια συμπεριφορά

Αντίστοιχα είναι και τα ερωτήματα που απαντούν στο ερώτημα αν υπάρχει υπαίτια συμπεριφορά του ιατρού. Το κρίσιμο μέγεθος εδώ είναι, φυσικά, η αμέλεια, καθώς δε νοείται ιατρός που βλάπτει εκ προθέσεως τον ασθενή του. Προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη αμέλειας στο πρόσωπο του ιατρού, εξετάζεται η συμπεριφορά του, οι πράξεις του και οι ιατρικοί χειρισμοί του. Υπάρχουν περιπτώσεις που η διαπίστωση της ύπαρξης ιατρικής αμέλειας δεν απαιτεί την σύμπραξη πραγματογνώμονα – ιατρού. Πρόκειται για τις περιπτώσεις που η συμπεριφορά του ιατρού αποκλίνει από τα κοινωνικά και επαγγελματικά πρότυπα κατά τρόπο τέτοιο, που δεν γεννάται αμφισβήτηση για το δικαστή, ο οποίος μπορεί με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις προσωπικές του γνώσεις να διαγνώσει την ύπαρξη αμέλειας.

Αν, φερ’ ειπείν, ιατρός αναλάβει την περίθαλψη ασθενούς γνωρίζοντας ότι τελεί (ο ίδιος) υπό κατάσταση μέθης ή αν στρατιωτικός ιατρός στείλει τον σε εμπύρετη κατάσταση στρατιώτη στον κοιτώνα του, δίδοντας του μόνο ασπιρίνη, χωρίς να προβεί σε εξέταση, η οποία θα αποκάλυπτε το μέγεθος του προβλήματος, ή αν χειρουργός προβεί από απροσεξία σε επέμβαση επί του δεξιού αντί του αριστερού άκρου, σε αντίστοιχες περιπτώσεις δεν χρειάζεται η επίκληση πραγματογνώμονα, προκειμένου να διαπιστωθεί το ιατρικό πταίσμα. Το πλέον σύνηθες, όμως, είναι να διορίζεται από το δικαστήριο ιατρός πραγματογνώμονας, αποστολή του οποίου είναι να παρέχει στον δικαστή τις απαραίτητες ιατρικές γνώσεις και πληροφορίες.

Όπως προαναφέρθηκε, ο ιατρός ευθύνεται, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας μας για κάθε αμέλεια, ακόμα δηλαδή και για ελαφρά αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ.

Ως γενικό, όμως, κριτήριο λαμβάνεται η συμπεριφορά του συνετού και επιμελούς ιατρού, της ίδιας ειδικότητας που ενεργεί κάτω από τις ίδιες συνθήκες, που ενήργησε και ο κρινόμενος ιατρός.

Αιτιώδης σύνδεσμος

Τελευταία προϋπόθεση για τη θεμελίωση ευθύνης προς αποζημίωση είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του επελθόντος αποτελέσματος και της συμπεριφοράς που αποτέλεσε το νόμιμο λόγο ευθύνης του υπαιτίου. Η ανάγκη της ύπαρξης του συνδέσμου αυτού είναι λίγο πολύ αυτονόητη, αποκτά δε ιδιαίτερη σημασία σε θέματα παραλείψεως, καθώς επίσης και σε περιπτώσεις, όπου δεν μπορεί να αποσαφηνισθεί, αν η ζημία προκλήθηκε πράγματι από τον ιατρικό χειρισμό ή από κάποιον άλλον παράγοντα, της νόσου ή του ασθενούς.

Για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ιατρικής πράξης και της ζημίας του ασθενούς απαιτούνται, συνηθέστατα, ιατρικές γνώσεις. Υπάρχουν, όμως, πολλές περιπτώσεις όπου και αν ακόμη γινόταν η σωστή διάγνωση ή και αν εφαρμοζόταν η σωστή ιατρική αγωγή, η ζημία θα επερχόταν σε κάθε περίπτωση. Σε τέτοιου είδους ιατρικά περιστατικά, όπου η ζημία θα επερχόταν ούτως ή άλλως, ελλείπει το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου και δεν θεμελιώνεται ιατρική ευθύνη.

ΕΥΘΥΝΗ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Όσα λέχθηκαν για την αστική ευθύνη του ιατρού ισχύουν και για την περίπτωση που ο ιατρός παρέχει τις υπηρεσίες του μέσω ενός νοσηλευτικού φορέα (κρατικού ή ιδιωτικού) είτε συνδέεται με το φορέα αυτόν με σχέση εργασίας, είτε απλώς χρησιμοποιεί τα μέσα και τις εγκαταστάσεις του. Αυτό συμβαίνει, διότι ο ιατρός αναλαμβάνει ο ίδιος προσωπικά, προσφέροντας τα εχέγγυα της επιστημονικής και επαγγελματικής του κατάρτισης, την αντιμετώπιση προβλημάτων της υγείας του ασθενούς, δηλαδή έννομα αγαθά (ιδιαίτερα νευραλγικά μάλιστα) του ασθενούς ως ατόμου, όχι ως πολίτη. Για το λόγο αυτό, είτε πρόκειται για αμιγώς ιδιωτική σχέση (ιδιώτης ιατρός – ασθενής), είτε για σχέση που εμπεριέχει τη μεσολάβηση της κρατικής μέριμνας ή κάποιου ασφαλιστικού φορέα, η τριμερής αυτή σχέση μεταξύ ασθενούς, ιατρού και νοσοκομείου εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο του αστικού δικαίου.

Το μοναδικό στοιχείο διαφοροποίησης προέρχεται από το γεγονός ότι συνυπεύθυνο θα είναι και το νοσοκομείο ή η κλινική, όπου έλαβε χώρα το ιατρικό πταίσμα. Έχει, συγκεκριμένα, νομολογηθεί ότι ακόμη και η κλινική ευθύνεται για λάθη των ιατρών που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις εγκαταστάσεις της, παρόλο που η μεταξύ της κλινικής και του μεμονωμένου ιατρού σχέση εμφανίζεται, στην περίπτωση αυτή, ιδιαίτερα χαλαρή, αφού δεν υπάρχει μεταξύ τους στοιχείο εξάρτησης. Παρόλα αυτά κλινική και ιατρός θα ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση του ασθενούς, δηλαδή ο ασθενής θα εγείρει την αξίωσή του τόσο κατά της κλινικής, όσο και κατά του ιατρού, ενώ υπόχρεοι προς αποζημίωση, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής, θα είναι αμφότεροι.

Στην περίπτωση του κρατικού φορέα υγείας, η κατάσταση εμφανίζεται εν μέρει διαφοροποιημένη. Αρχικώς, αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς και τον καταλογισμό ευθυνών είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και όχι τα πολιτικά δικαστήρια. Σε θέματα ευθύνης, όμως, τίποτε δεν αλλάζει, αφού και τα διοικητικά δικαστήρια εφαρμόζουν τους ίδιους κανόνες, προκειμένου να αποφανθούν αν υπάρχει ή όχι ιατρική αμέλεια. Εντούτοις, ο ιατρός που παρείχε τις ιατρικές του υπηρεσίες υπό την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου απαλλάσσεται από την ευθύνη του για αποζημίωση, εντασσόμενος στο γενικό κανόνα της έλλειψης προσωπικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 38 Υπαλληλικού Κώδικα). Το ζήτημα αυτό υπήρξε για κάποιο διάστημα αμφιλεγόμενο και υποστηρίχθηκε ότι στην περίπτωση των ιατρών έπρεπε να καθιερωθεί εξαίρεση από τον κανόνα αυτό, η νομολογία όμως των διοικητικών δικαστηρίων επικύρωσε την έλλειψη συντρέχουσας προσωπικής ευθύνης του ιατρού, όταν φέρει την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού. Κατά συνέπεια αποκλειστικά υπόχρεο προς αποζημίωση είναι, στις περιπτώσεις αυτές, το κρατικό νοσοκομείο, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ο δε ιατρός θα επέχει μόνο πειθαρχικής ευθύνης, καθώς και αστικής ευθύνης έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση που αυτό στραφεί αναγωγικά κατά του υπαλλήλου. Στην τελευταία περίπτωση, απαιτείται ως προϋπόθεση η επίδειξη βαριάς αμέλειας, προκειμένου να υπάρχει αναγωγική ευθύνη.

Εξυπακούεται ότι τόσο στην περίπτωση της κλινικής, όσο και στην περίπτωση του νοσοκομείου ενδέχεται να υπάρχει αποκλειστική ευθύνη του νοσηλευτικού ιδρύματος, όταν η ζημία του ασθενούς προκλήθηκε από λάθος που ανάγεται σε θέματα οργάνωσης του νοσοκομείου ή της κλινικής, σε θέματα συντήρησης και εύρυθμης λειτουργίας ιατρικού εξοπλισμού, σε θέματα νοσηλείας κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές ο ιατρός ευθύνεται μόνο αν ο έλεγχος της γενεσιουργού αιτίας του προβλήματος εντάσσεται στη γενικότερη υποχρέωσή του προς επιμέλεια, ζήτημα ιδιαίτερα δύσκολο, το οποίο άλλωστε ποικίλλει ανάλογα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

Χάριν παραδείγματος, μπορούν να αναφερθούν οι εξής περιπτώσεις: Γίνεται δεκτό ότι ο αναισθησιολόγος ευθύνεται για δυσλειτουργία των μηχανημάτων που χρησιμοποιεί, ακόμη και αν έχουν γίνει (από τους υπεύθυνους του νοσοκομείου) όλες οι προβλεπόμενες από τον κατασκευαστή εργασίες συντήρησης, γιατί θεωρείται ότι ο αναισθησιολόγος πρέπει να διενεργεί έλεγχο της καλής λειτουργίας πριν από κάθε χρήση. Σε νομολογιακό παράδειγμα, ιατρός απαλλάχθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο θεώρησε ότι δεν συνιστά αμέλειά του ότι άφησε ανοικτό το παράθυρο σε δωμάτιο νοσοκομείου που νοσηλευόταν αυτόχειρας μετά από απόπειρα αυτοκτονίας, ο οποίος τελικώς έπεσε από το παράθυρο. Αντιθέτως σε αντίστοιχη περίπτωση ο Άρειος Πάγος (με τη με αριθμό 683/1997 απόφασή του) επικύρωσε καταδίκη διευθυντή ιδιωτικής ψυχιατρικής κλινικής, γιατί δεν πήρε μέτρα φύλαξης και προστασίας ασθενούς με τάσεις αυτοκτονίας, ο οποίος διέφυγε από την κλινική και κατευθύνθηκε προς την πλησιέστερη σιδηροδρομική γραμμή, όπου έθεσε τέρμα στη ζωή του.